- σκοτομηνία
- σκοτο-μηνία, ἡ,= foreg., Chrysipp.Stoic.2.212, Aq.Jb.3.6 [suff] σκοτο-μήνιος, ον, dark and moonless,
νύξ Od.14.457
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νύξ Od.14.457
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτομηνία — σκοτομηνίᾱ , σκοτομηνία dark and moonless fem nom/voc/acc dual σκοτομηνίᾱ , σκοτομηνία dark and moonless fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτομηνία — ἡ, Α [σκοτομήνιος] σκοτομήνη* … Dictionary of Greek
σκοτομηνίας — σκοτομηνίᾱς , σκοτομηνία dark and moonless fem acc pl σκοτομηνίᾱς , σκοτομηνία dark and moonless fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτομηνίαν — σκοτομηνίᾱν , σκοτομηνία dark and moonless fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτομήνη — και σκοτόμαινα και σκοτόμηνα, ἡ, Α ασέληνη, σκοτεινή νύχτα («ἡτοίμασαν βέλη... τοῡ κατατοξεῡσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῑς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτομηνία, κατ επίδραση τού μήνη «σελήνη», ενώ ο τ. σκοτόμαινα κατά τα θηλ. αινα (πρβλ. θεράπ … Dictionary of Greek